-
1 μεγεθος
ион. μέγᾰθος - εος τό1) величина, размер(ы)πλῆθος μὲν ποσόν τι ἂν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἂν μετρητὸν ᾖ Arst. — множество есть количество счисляемое, величина - то, что измеримо;
μεγάθεϊ σμικρός Her. — малый по размерам;μ. λαμβάνειν Xen. — увеличиваться, расти2) высота3) высокий рост, статность(εἶδος μ. τε Hom.; θαυμαστὸς τό τε μ. καὴ τὸ κάλλος Plat.)
4) степень, мера, уровень, сила(πόνων Eur.; τῆς παρανομίας Thuc.; τῆς ζημίας Lys.)
βοῆς μ. Thuc. — оглушительный крик5) размах, масштаб(τοῦ στόλου Plat.)
6) величие, могущество (sc. τοῦ δαίμονος Eur.)7) духовное величие, высокий дух(τοῦ ἀνδρός, sc. Διογένους Plut.)
-
2 υπολειπω
1) тж. med. оставлять, pass. оставатьсяἃ ὑπέλειπον ἔδοντες Hom. — то, что оставили обедающие, т.е. остатки обеда;
ὀλίγοι τινὲς αὐτῶν ὑπολειφθέντες Her. — те немногие, которые остались из них;ἐγὼ ὑπολείψομαι αὐτοῦ Hom. — я останусь здесь;οὐδὲν ὑπολείπεται, ἄλλ΄ ἢ ποιεῖν τι Plat. — не остается ничего, как сделать что-л.;ὑ. ἑαυτῷ ἀναφοράν Dem. — оставлять себе лазейку;ὑπολιπεῖν τι τοῖς παισί Thuc. — оставить что-л. детям (в наследство);ὑπολιπέσθαι τι εἰς τὸν ὕστερον λόγον Dem. — приберечь что-л. к концу речи2) оставлять без внимания, обходить, пропускатьἐξ ὧν ἂν ἐγὼ ὑπολίπω Lys. — на основании каких-л. упущенных мною фактов
3) pass. оставаться позади, отставатьὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου Her. — отстать от похода, т.е. дезертировать;
οἱ ὑπολειφθέντες Xen. — отставшие (от своих отрядов);ὑπολείπεσθαι τοῦ στόματος τῶν ὁπλιτῶν Xen. — быть позади головной колонны гоплитов;ὑπολείπεσθαι τῇ ἡλικίᾳ Arst. — быть моложе годами;τῆς ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες Aesch. — не принявшие участие в ратном деле4) тж. pass. приходить к концу, кончаться(ὁπόταν νὺξ ὑπολειφθῇ Soph.)
ἔλεγε Γοργίας, ὅτι οὐχ ὑπολείπει αὐτὸν ὅ λόγος Arst. — Горгий говорил, что (никогда) не ощущает недостатка в словах;τρίχες ὑπολείπουσιν Arst. — волосы выпадают -
3 επικαταπλεω
( о кораблях) (вслед за кем-л.) отплывать, устремляться(καταπλεύσαντος τοῦ στόλου …, ἐπικατέπλευσε τριήρης ἔχουσα πρεσβευτάς Diod.)
-
4 παρορμεω
стоять рядом на якоре(τὰ παρορμοῦντα πλοῖα Diod.)
τοῦ στόλου παρορμοῦντος Plut. — в то время как флот стоял на якоре -
5 προνηχομαι
-
6 μονάδα
[-ας (-άδος)] η1) единица;μονάδα μήκους — единица длины;
νομισματική μονάδα — денежная единица;
βιομηχανική μονάδα — промышленный объект;
παραγωγική μονάδα — промышленное предприятие;
2) воен, подразделение, часть;μονάδα του στόλου — боевая единица флота, военный корабль;
μονάδα στρατού — воинская часть;
3) филос, монада
См. также в других словарях:
Τραφάλγκαρ, ναυμαχία του- — Ναυμαχία που έγινε κοντά στο ομώνυμο ακρωτήριο της νοτιοδυτικής ακτής της Ισπανίας (μεταξύ Κάδιξ και Γιβραλτάρ) στις 21 Οκτωβρίου 1805 μεταξύ του αγγλικού στόλου με επικεφαλής τον Νέλσον και του ισπανογαλλικού με επικεφαλής τον Γάλλο ναύαρχο Πιερ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Τομπάζης — Επώνυμο οικογένειας της Ύδρας, η οποία εγκαταστάθηκε στο νησί το 1668 από τον Βουρλά της Σμύρνης. Πολλά μέλη της διέπρεψαν στο εμπόριο και στη ναυτιλία καθώς και σε ανώτατες διοικητικές θέσεις του νησιού. Το αρχικό επώνυμο της οικογένειας ήταν… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Τελευτίας — Επιφανής Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου. Κατά τον Κορινθιακό πόλεμο (395 387 π.Χ.) υπήρξε περισσότερο από 2 χρόνια ναύαρχος του στόλου των Λακεδαιμονίων. Κατά το 391 έγινε κύριος του Κορινθιακού κόλπου και έτσι με τη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… … Dictionary of Greek
Γριμάνης — Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος της οικογένειας Γκριμάνι (Grimani)από τη Βενετία, μέλη της οποίας έδρασαν στον ελληνικό χώρο. Ο Μάρκος ανήκε στον κλάδο της οικογένειας ο οποίος το 1310 κατέλαβε μαζί με τους Κουιρίνι την Αστυπάλαια. Το 1352… … Dictionary of Greek
Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος … Dictionary of Greek